Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τὰς ναῦς

См. также в других словарях:

  • συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • PEGASUS — I. PEGASUS Iurisconsultus, qui sub Verspasiano Urbi praefectus fuit. Pomp. l. 2. Sect. ult. D. de Orginine Iuris: Cassio Caelius Sabinus successit, Proculo Pegasus, qui temporibus Vespasinani Praefectus Urbis fuit. Iuvenal. Sat. 4. v. 77. Raptâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μετωπηδόν — (Α μετωπηδόν και μετωπαδόν) επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῑν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.) αρχ. (για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν… …   Dictionary of Greek

  • Baptism — This article is about the Christian religious ceremony. For other uses, see Baptism (disambiguation). Baptism of Neophytes by Masaccio, 15th century, Brancacci Chapel, Florence.[ …   Wikipedia

  • αύτανδρος — η, ο (AM αὔτανδρος, ον) [ανήρ] Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο» β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον» γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον… …   Dictionary of Greek

  • επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • επιπληρώ — ἐπιπληρῶ, όω (Α) [πληρώ] 1. γεμίζω ώς επάνω, τελείως 2. μτφ. συσσωρεύω, συναθροίζω 3. μέσ. φρ. «ἐπιπληροῡμαί τι» συγκροτώ το πλήρωμα πλοίου («καὶ ὅτι οὐδ’ ὁπόθεν ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῡς ἔχομεν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοπλοώ — κακοπλοῶ, έω (Α) [κακόπλους] πλέω κακώς, έχω άσχημο πλου, διαπλέω με δυσκολία («κακοπλοεῑν τὰς ναῡς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδεύω — (Α [λαμπάς] 1. καίω σαν λαμπάδα («ἔφησε ταῑς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῑς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῡς», Διόδ.) 2. μέσ. λαμπαδεύομαι λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία 3. παθ. φωτίζομαι με λαμπάδες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»